- ὑπεραγάλλομαι
- ὑπερ-αγάλλομαι, sich übermäßig freuen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπεραγάλλομαι — Μ [ἀγάλλομαι] νιώθω υπέρμετρη, απόλυτη αγαλλίαση … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπεράγαμαι — Α 1. ὑπεραγάλλομαι* 2. θαυμάζω πάρα πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄγαμαι «θαυμάζω, χαίρομαι»] … Dictionary of Greek